Έπιασε σκόνη το μπαλκόνι και εσύ μου λες για εκείνα τα πρωινά..

Ξέρεις..εκείνα τα πρωινά που περνάγαμε παρέα στο μπαλκόνι με θέα τη μυρωδιά της άνοιξης και των ήχο των πουλιών έχουν ξεθωριάσει.
Εκείνη η κουβέρτα, η λεπτή, που σκέπαζε το κρύο κορμί μας για να μη χάσουμε εκείνη τη θέα, δεν έφτανε και για τους δύο.
Ή μάλλον έφτανε, όμως δεν αρκεί πολλές φορές μία κουβέρτα για να καλύψει την απόσταση που άρχισε να μεγαλώνει.
Το ανακαλύψαμε σιγά-σιγά.
Στην αρχή ήταν το χουζούρεμα. Λίγο παραπάνω. Λίγο ακόμα. Μετά ήταν το κρύο που μας ενοχλούσε και δεν θέλαμε την πρωινή υγρασία να βιώσουμε.
Ύστερα πάλι, ήταν εκείνη η μυρωδιά της άνοιξης που προκαλούσε αλλεργία και φτέρνισμα. Στο τέλος ήταν όλα μαζί.
Και το μπαλκόνι έπιασε σκόνη. Εκείνη η πρωινή συνήθεια έριξε αυλαία και έδωσε τη θέση της, σε κλειστές κουρτίνες..
Έπιασε σκόνη το μπαλκόνι και εσύ μου λες για εκείνα τα πρωινά που ακόμα θυμάσαι την παρέα μας. Η άνοιξη δεν ανθίζει με θύμιση, αλλά με δύο πρόσωπα που κρυώνουν κάτω από μία λεπτή κουβέρτα. Έστω κι αν δεν το πιάνει το μάτι σου, εκείνη η κουβέρτα έκρυβε όλη τη ζέστη του κόσμου.. όμως ο άνθρωπος έχει ένα κακό κουσούρι.. τη μυρωδιά της άνοιξης την εκτιμά όταν δει κλειστές τις κουρτίνες..έπιασε σκόνη το μπαλκόνι και εσύ μου λες για εκείνα τα πρωινά..

Χρήστος Τούβε